Τορώνη | Ιστορία
Κατά την Μυθολογία, η Τορώνη ήταν σύζυγος του Πρωτέα, γιού του Ποσειδώνα. Ίχνη προϊστορικών οικισμών της 3ης π.Χ. χιλιετίας και πολλά άλλα απομεινάρια αρχαίων, παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί ναοί, κάστρα κ.α. μαρτυρούν ότι η
περιοχή κατοικείται συνεχώς από την Νεολιθική εποχή. Την αρχαία Τορώνη την ίδρυσαν Χαλκιδείς άποικοι τον 8ο αιώνα π.Χ.. Τον 5ο π.Χ. αιώνα η Τορώνη ήταν από τις σημαντικότερες πόλεις της Χαλκιδικής. Είχε δικό της νόμισμα και αποτελούσε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Η αρχαία Τορώνη ήταν από τις μεγαλύτερες και πλουσιότερες πόλεις της Χαλκιδικής.
Ο Θουκυδίδης εξιστορεί ότι το 423 π.Χ. την κατέλαβε o Σπαρτιάτης Βρασίδας. Το 348 π.Χ. η πόλη περιήλθε στο κράτος του Φιλίππου Β'. Το 168 π.Χ. την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι και η πόλη παρήκμασε. Στην Βυζαντινή εποχή η περιοχή ήταν μετόχια
αγιορείτικων μονών. Τα ισχυρά τείχη της κ.α. κτίσματα καταστράφηκαν το 19ο αιώνα, όταν οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τους γρανιτόλιθους, με τους οποίους ήταν χτισμένα, για την επίστρωση κεντρικών οδών της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τα πρόσφατα αποτελέσματα των ανασκαφών, διαπιστώθηκε οτι o χώρος κατοικείται συνέχεια από το τέλος της νεολιθικής εποχής έως την τουρκοκρατία. Έχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, είναι όμως πολύ αποσπασματικά, αφού έχουν καταστραφεί λόγω της συνεχούς χρήσης του χώρου. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από τους ανασκαφείς στο νεκροταφείο του οικισμού της εποχής σιδήρου, η διάρκεια του οποίου θεωρείται ότι καλύπτει το διάστημα από τα τέλη του 2ου αι. έως τα μέσα του 9ου αι.. Στο νεκροταφείο αυτό ανασκάφηκαν 134 τάφοι, των οποίων οι 118 περιείχαν καύσεις και 16 απλούς ενταφιασμούς. Ήρθαν
στο φως 500 αγγεία, που είχαν χρησιμοποιηθεί, είτε ως τεφροδόχοι, είτε ως κτερίσματα των νεκρών. Στην Τορώνη εγκαταστάθηκαν τον 8ο π.Χ. αι. Χαλκιδείς άποικοι. Η πόλη συμμετείχε στην Αθηναϊκή Συμμαχία, μέχρι που την κατέλαβαν οι Σπαρτιάτες.
Την τοποθεσία της, καθώς και την πολιορκία της Ληκύθου, της μικρής και απότομης βραχώδους χερσονήσου, στη νότια άκρη της παραλίας, που αποτελούσε μέρος της οχύρωσης της αρχαίας Τορώνης, από τους Σπαρτιάτες, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, περιγράφει αναλυτικά ο Θουκυδίδης. Στα ρωμαϊκά και τα βυζαντινά χρόνια η πόλη απέκτησε ισχυρότατα τείχη, τα οποία την προστάτευαν και από τη στεριά και από τη θάλασσα. Χτίστηκαν με ότι είχε απομείνει από την αρχαία Λήκυθο. Οι ανασκαφές στην περιοχή ξεκίνησαν το 1975 από το Αυστραλιανό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Τα ευρήματα έδειξαν ότι η περιοχή κατοικούνταν συνεχώς από την πρώιμη εποχή του Χαλκού.
Στο νεκροταφείο της πόλης βρέθηκαν μερικά σπουδαία κομμάτια και ανάμεσά τους μια εκπληκτική ασημένια υδρία του 5ου π.Χ. αι. με σκαλισμένες μέδουσες στις λαβές, η οποία βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης.
Από την αρχαία πόλη φαίνονται σήμερα μέρος από τα τείχη και λείψανα από την ακρόπολη. Στο βυθό της θάλασσας βρέθηκαν οι αποβάθρες του λιμανιού, φτιαγμένες από μεγάλες γρανιτένιες πέτρες.